-
1 γύαλον
A hollow, in Il. always of the breast- or back-piece of the cuirass, [θώρηκα] γυάλοισιν ἀρηρότα Il.15.530
: sg., usu. of the front-piece, 5.99, al.3 κοίλας πέτρας γ. hollow of a rock, S.Ph. 1081 (lyr.); cavern,πέτρινα [μύχατα] γύαλα E.Hel. 189
(lyr.).4 pl., of hollow ground, vales, dells,γυάλοις ὕπο Παρνησοῖο Hes.Th. 499
, cf. h.Ap. 396;Νύσης h.Hom.26.5
;γ. Θεράπνας Pi.N.10.56
(butγ. Πυθῶνος, Φοίβου Id.P.8.63
, E.Ph. 237 (lyr.), cf. Ion 245, S.Fr. 460, may perh. refer to the rock-chambers of Delphi, cf. γύαλα· θησαυροί, ταμιεῖα, Hsch., and so perh. in E.Andr. 1093 (v. supr.)); Λύδιά τ' ἂγ γύαλα throughout the vales of Lydia, A.Supp. 550 (lyr.);γύαλα χώρας Ar.Th. 110
(lyr.); αἰθέρια γύαλα the vault of heaven, Opp.C. 1.281, cf. Orph.H.19.16.
См. также в других словарях:
γύαλον — γύαλον, το (Α) 1. κοίλο, ημιθωράκιο (στην Ιλιάδα, για να δηλωθεί το πρόσθιο και οπίσθιο μέρος τού θώρακα) 2. κοίλωμα δοχείου, αγγείου 3. κοίλωμα βράχου, σπηλιά 4. πληθ. τα γυάλα α) (για πεδιάδες, κοιλάδες κ.λπ.) κοίλη χώρα β) φρ. «αἰθέρια γύαλα»… … Dictionary of Greek